Χαμένη υπόθεση οι διερευνητικές συνομιλίες Ελλάδος - Τουρκίας

Χαμένη υπόθεση οι διερευνητικές συνομιλίες Ελλάδος - Τουρκίας

Γράφει ο Γεώργιος Κασσαβέτης
Επισμηναγός (Ι) ε.α. – τ. Κυβερνήτης Ο.Α.

Το ότι μας εξανάγκασαν οι γνωστοί τουρκόφιλοι πάτρωνές μας να ξεκινήσουμε τις διερευνητικές συνομιλίες με τους Τούρκους είναι γνωστό στους πάντες. Και το ότι όμως κανείς από τους εμπλεκομένους Έλληνες αρμοδίους δεν περιμένει κανένα απολύτως αποτέλεσμα από τις συνομιλίες αυτές, είναι επίσης ηλίου φαεινότερο. Το γιατί είναι ευκόλως κατανοητό. Μια διαδικασία που άρχισε πριν είκοσι χρόνια, απασχόλησε τις αντιπροσωπείες των δύο χωρών σε εξήντα (60) ολόκληρους γύρους, έμεινε στο τυπικό επίπεδο της διερευνήσεως των προθέσεων και δεν μπήκε ποτέ στα θέματα ουσίας των συνομιλιών, με ποιο νέο στοιχείο θα αλλάξει κάτι; Ας παρακολουθήσουμε όμως τη συνοπτική εξέλιξη του θέματος.

Το 2001 ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης, στενός συνεργάτης του τότε Πρωθυπουργού κ. Κώστα Σημίτη, συναντήθηκε επανειλημμένως, μυστικά, με τον Τούρκο διπλωμάτη Φαρούκ Λόουγλου και συζήτησαν τα θέματα των χωρικών υδάτων και της υφαλοκρηπίδος. Η δημοσιοποίηση των επαφών αυτών ανάγκασε την τότε κυβέρνηση να τις επισημοποιήσει ως «διερευνητικές συνομιλίες» με επικεφαλής των δύο ομάδων τον τότε Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών Αναστάσιο Σκοπελίτη και τον Τούρκο διπλωμάτη Ουγούρ Ζιγιάλ. Οι συναντήσεις των δύο εκπροσώπων άρχισαν τον Μάρτιο του 2002 με αντικείμενα των συζητήσεων την υφαλοκρηπίδα και τα χωρικά ύδατα.

Από πληροφορίες που είχαν διαρρεύσει τότε στον τύπο αποκαλύπτεται, ότι οι δύο αντιπροσωπείες είχαν φτάσει πολύ κοντά σε μια συμφωνία το 2003, η οποία προέβλεπε αύξηση των ελληνικών χωρικών υδάτων από το 40% που είναι σήμερα, στο 60% και των τουρκικών από το 6% στο 9% περίπου. Το πόσο κοντά στη συμφωνία είχαν έλθει οι δύο αντιπροσωπείες αποδεικνύεται εκ του γεγονότος ότι συνεζητείτο το περιεχόμενο του κοινού ανακοινωθέντος. Δυστυχώς η συμφωνία δεν προχώρησε με υπαιτιότητα της ελληνικής πλευράς. Πιο συγκεκριμένα σε μια σύσκεψη των στελεχών της τότε κυβερνήσεως του ΠΑΣΟΚ Κώστα Σημίτη, Γιώργου Παπανδρέου, Χάρη Παμπούκη, Νίκου Θέμελη, Χρήστου Ροζάκη και των διπλωματών Θεοδώρου Σωτηροπούλου και Αναστασίου Σκοπελίτη απεφασίσθη, για άγνωστους ακόμη λόγους, να μη συνεχιστούν οι συνομιλίες.

Κατά την περίοδο 2004-2010 αντηλλάγησαν ορισμένες προτάσεις εκατέρωθεν, πλην καμιά πρόοδος εσημειώθη. Μετά την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα τον Μάιο του 2010 οι διερευνητικές συνομιλίες, με επικεφαλής δύο σημαντικούς διπλωμάτες, τον Έλληνα Παύλο Αποστολίδη και τον Τούρκο Φεριντίν Σινιρλίογλου, αποκτούν και πάλι ουσιαστικό περιεχόμενο και κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες οι δύο πλευρές έφθασαν, για μια ακόμη φορά, πολύ κοντά σε μια συμφωνία. Παραμένει άγνωστο γιατί και η συμφωνία αυτή δεν υλοποιήθηκε.

Κατά τη διάρκεια της υπουργίας του, ως Υπουργού Εξωτερικών, ο Ευάγγελος Βενιζέλος έδωσε εντολή στην ελληνική αντιπροσωπεία να συζητήσει για τον καθορισμό της ΑΟΖ και της Υφαλοκρηπίδος, αφήνοντας τον καθορισμό των χωρικών υδάτων για ευθετότερο χρόνο. Το πώς μπορεί να καθορισθεί το εύρος της Υφαλοκρηπίδος και της ΑΟΖ, χωρίς να έχει προκαθορισθεί το εύρος των χωρικών υδάτων, γνωστού όντος ότι και οι δύο αυτές θαλάσσιες ζώνες αρχίζουν από εκεί που τελειώνει η αιγιαλίτιδα ζώνη, μόνο το πανούργο μυαλό του κ. Βενιζέλου γνωρίζει. Εκτός αν – υπάρχει κι αυτό το ενδεχόμενο - ο κ. Βενιζέλος έδινε αυτή τη γραμμή, ώστε να μην μπορεί να επέλθει καμιά συμφωνία και επωμισθεί ο ίδιος το οποιοδήποτε πολιτικό κόστος της.

Μέχρι το τέλος του 2013 είχαν πραγματοποιηθεί 54 γύροι διερευνητικών συνομιλιών με αντικείμενο συζητήσεων τα χωρικά ύδατα και μέχρι το τέλος του 2015 θα πραγματοποιηθούν άλλοι πέντε με θέματα την Υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Είμαι περίεργος, αν κάποτε δημοσιοποιηθούν τα πρακτικά των συζητήσεων αυτών, να δω τι ακριβώς συνεζητείτο, για την έκταση της Υφαλοκρηπίδος και της ΑΟΖ, όταν τα όρια των χωρικών υδάτων ήταν και είναι ακόμη στον αέρα.

Ο 60ος γύρος των διερευνητικών συνομιλιών πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα την 1η Μαρτίου 2016. Κατά τη συνάντηση αυτή δε συζητήθηκε κανένα θέμα, καθότι ο επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπίας κ. Σινιρλίογλου δήλωσε ότι δεν είχε σχετική εξουσιοδότηση να συζητήσει τα σχετικά θέματα. Από πληροφορίες που διέρρευσαν μετά το πραξικόπημα στην Τουρκία, ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Τσαβούσογλου δεν έτρεφε καμιά εμπιστοσύνη στον Σινιρλίογλου και ζητούσε την κεφαλή του επί πίνακι. Αντίθετα όμως προς τα αισθήματα του Τσαβούσογλου, ο Ερντογάν μετά το πραξικόπημα του 2016, αναβάθμισε τον Σινιρλίογλου στη θέση του Μονίμου Αντιπροσώπου της Τουρκίας στον ΟΗΕ και η θέση του στις Διερευνητικές Επαφές έμεινε κενή, καθότι όπως απεκάλυψε ο Τσαβούσογλου στον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών κ. Κοτζιά, κατά τη συνάντησή τους στην Κρήτη, δεν επρόκειτο να συνεχιστούν οι Διερευνητικές Συνομιλίες. Έτσι φτάσαμε αισίως, υπό την αφόρητη πίεση της τουρκόφιλης κ. Μέρκελ, στον 61ο γύρο των Διερευνητικών Επαφών της 25ης Ιανουαρίου 2021, με επικεφαλής τον Έλληνα παλαιό διπλωμάτη Παύλο Αποστολίδη και τον Τούρκο μόνιμο υφυπουργό Σεντάτ Ονάλ.

Επανερχόμενοι όμως στην επανέναρξη των Διερευνητικών Επαφών γεννάται το ερώτημα. Τι οδήγησε τη χώρα μας στην επανέναρξη των χρονοβόρων και ατερμόνων αυτών συνομιλιών και τι μπορεί να περιμένει απ’ αυτές, όταν επί είκοσι σχεδόν χρόνια δεν οδήγησαν σε κανένα αποτέλεσμα; Κατ’ αρχάς δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η επανέναρξη των Διερευνητικών Συνομιλιών οφείλεται στην ασφυκτική πίεση της Γερμανίας με δύο προφανείς στόχους. Πρώτον να εμφανίσει την Τουρκία ως ένα φιλειρηνικό κράτος, που λύνει τις διαφορές του με διάλογο και δεύτερον να παρακάμψει τις κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εναντίον της Τουρκίας, οι οποίες με τη σκανδαλώδη παρέμβασή της μεταφέρονται από τη μια σύσκεψη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στην επόμενη, από τον Οκτώβριο του 2020.

Όσον αφορά το κατά πόσον οι Διερευνητικές αυτές Επαφές μπορούν να οδηγήσουν σε ουσιαστικές συνομιλίες για την επίλυση των διμερών διαφορών, που κατά την ελληνική πλευρά δεν είναι άλλες, από τον προσδιορισμού του εύρους των θαλασσίων ζωνών ΑΟΖ και Υφαλοκρηπίδος, η προσωπική μας άποψη είναι καθέτως αρνητική. Οι λόγοι είναι δύο. Ο πρώτος είναι ότι ενώ η επιδιωκόμενη από τη χώρα μας λύση βασίζεται στο ισχύον Διεθνές Δίκαιο, ήτοι τη Σύμβαση του Δικαίου της Θαλάσσης του Modego Bay του 1982, η Τουρκία την αρνείται με πρόσχημα ότι δεν την έχει επικυρώσει. Κι ο δεύτερος ότι η ατζέντα των υπό συζήτηση θεμάτων των δύο χωρών είναι τελείως διαφορετική, ήτοι η μεν ελληνική περιλαμβάνει μόνο την οριοθέτηση των προαναφερθέντων δύο ζωνών, η δε τουρκική πολλά ακόμη θέματα, όπως η αποστρατικοποίηση των νήσων, οι γκρίζες ζώνες κ.α.

Εκείνο όμως το οποίο καταδεικνύει απροκάλυπτα τις πραγματικές προθέσεις του Τούρκου προέδρου, ήτοι την καθαρώς προσχηματική του συμμετοχή στις άτυπες αυτές Διερευνητικές Συνομιλίες, είναι η καθημερινή ρητορική του, δια της οποίας τορπιλίζει το κλίμα το οποίο απαιτείται για την κατάληξη των συζητήσεων σε μια συμφωνία. Ειδικότερα οι δηλώσεις του κ. Ερντογάν ενώπιον της κοινοβουλευτικής του ομάδος την 10 Φεβρουαρίου, οι οποίες είχαν ως στόχο τον Έλληνα Πρωθυπουργό, ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Ας τις παρακολουθήσουμε.

«Εγώ έκανα μια δήλωση πως μπορούμε να συναντηθούμε με τον Μητσοτάκη. Είπαμε να ξεκινήσουν οι συναντήσεις των διαβουλεύσεων, με την παλιά τους ονομασία, οι διερευνητικές επαφές και την περασμένη εβδομάδα ξεκίνησαν στο Ντολμά μπαχτσέ. Η δεύτερη συνάντηση θα γινόταν στην Αθήνα. Ο Μητσοτάκης με προκάλεσε. Όταν εσύ με προκαλείς πώς να συναντηθούμε εμείς οι δυο. Εσύ πρώτα πρέπει να ξέρεις τα όριά σου. Αν πράγματι έχεις μια αναζήτηση για ειρήνη μη με προκαλείς. Αν δεν ξέρεις τα όριά σου, σημαίνει πως εσύ έριξες κλωτσιά στο τραπέζι, δραπέτευσες από το τραπέζι. Εμείς δε φύγαμε από το τραπέζι. Κι αν συνεχιστεί έτσι, εμείς μαζί σου δε μπορούμε να κάτσουμε στο τραπέζι. Είναι ξεκάθαρα αυτά που έχετε κάνει στα νησιά. Σε τι βασίζεστε; Πάλι πιστεύετε πως θα σας έλθει βοήθεια από κάπου; Αν έχετε τέτοια εντύπωση κάνετε λάθος. Οποιαδήποτε βοήθεια κι αν έλθει να ξέρετε πως η Τουρκία είναι όρθια, είναι στη θέση της και ξέρει το που και το τι μπορεί να κάνει αυτό που πρέπει».

Και το εύλογο ερώτημα κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου είναι το εξής. Ποια πράξη του Έλληνα Πρωθυπουργού «ξεπέρασε το όριά του», ώστε «να βγάλει από τα ρούχα του», τον κατά τα λοιπά «νηφάλιο» Τούρκο πρόεδρο; Προφανώς η επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στα ακριτικά νησιά Φούρνους και Ικαρία. Από πότε όμως αποτελεί υπέρβαση των ορίων της αρμοδιότητος του Πρωθυπουργού μιας χώρας η επίσκεψη οιουδήποτε τμήματος της επικράτειάς της; Μήπως ο Ερντογάν, υπό το βάρος των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων της χώρας του, παρεφρόνησε εντελώς; Βέβαια οι δηλώσεις του Ερντογάν δεν περιορίστηκαν μόνο εναντίον του κ. Μητσοτάκη, αλλά σε μια έξαρση υπερφίαλης αλαζονείας υποτίμησε σε μεγάλο βαθμό τις συμμαχίες της χώρας μας και άφησε να εννοηθεί ότι η Τουρκία θα κατακτήσει το διάστημα και θα κατασκευάσει ατομική βόμβα, μια πληροφορία που κυκλοφορεί ευρέως τον τελευταίο καιρό.

Εκείνο βέβαια που ενδιαφέρει ουσιαστικά τη χώρα δεν είναι ούτε οι απειλές, ούτε οι ψωροπερήφανες δηλώσεις του νεοσουλτάνου της Αγκύρας, ο οποίος προσπαθεί να εμφανίσει την Τουρκία ως μεγάλη περιφερειακή δύναμη, αλλά η αυτάρκεια και η ικανότητα της χώρας να αντιμετωπίσει μια έξωθεν απειλή. Διότι καλές είναι οι συμμαχίες με το Ισραήλ, τη Γαλλία, την Αίγυπτο και τα Αραβικά κράτη, αλλά πρωτίστως η χώρα πρέπει να έχει τη δύναμη να αντιμετωπίσει από μόνη της την οποιαδήποτε απειλή. Ο καθηγητής κ. Χρήστος Γιανναράς γράφει σχετικά στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 31.1.2021 τα εξής. « Η ελληνική πλευρά πρέπει να κατανοήσει έμπρακτα ότι … οι σύμμαχοι αξίζουν για σένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι’ αυτούς. Καμιά συμμαχία και καμιά προστασία δεν κατασφαλίζει, όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Τα «δίκαια» της Ελλάδος δεν εντυπωσιάζουν κανένα, όσο πίσω της βρίσκεται ένας παρίας με διαρκώς απλωμένο το χέρι, κάποιος που ζει από δάνεια, επιδοτήσεις και «προγράμματα στήριξης». Και ο κ. Γιανναράς κλείνει την επιφυλλίδα του της 31.1.2021 ως εξής.

«Την κάμψη της ελληνικής αντίστασης, κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Έλληνες θα τη συνηθίσουν σιγά σιγά να την ονομάζουν «πολιτισμένη συμπεριφορά», «υπέρβαση του εθνικισμού», «εξευρωπαϊσμό»… Το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο. Η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοριοποίση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού… απαιτεί την επιτέλεση ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια. Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους… Βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας». Σε όλα αυτά τι θα μπορούσε να προσθέσει κανείς.