«Με την Τουρκία μόνο με τα όπλα μπορούμε να επιβάλλουμε την ειρηνική συνύπαρξη»

«Με την Τουρκία μόνο με τα όπλα μπορούμε να επιβάλλουμε την ειρηνική συνύπαρξη»

«ΜΟΝΟΝ ΜΕ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΙΝ ΤΩΝ ΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΘΑ ΝΑ ΕΙΡΗΝΕΥΣΩΜΕΝ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗΝ»
(Ιωάν. Καποδίστριας)

Γράφει ο Γεώργιος Κασσαβέτης
Επισμηναγός (Ι) ε.α. - τ. Κυβερνήτης Ο.Α.

Στο βιβλίο «Ιωάννου Καποδίστρια Απομνημονεύματα – Επισκόπηση της πολιτικής μου σταδιοδρομίας» διαβάζουμε τα εξής. Λίγους μήνες μετά την κήρυξη της Επαναστάσεως του 1821 οι Τούρκοι σφάζουν αδιακρίτως κάθε Έλληνα Χριστιανό, είτε στην επαναστατημένη Ελλάδα, είτε στην Κωνσταντινούπολη, είτε στα Βαλκάνια γενικότερα. Ο Υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου Αλεξάνδρου του Α΄ και μετέπειτα πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας αναζητώντας τρόπους συνδρομής στην επαναστατημένη Ελλάδα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η καλύτερη εκδοχή είναι ένας Ρωσοτουρκικός Πόλεμος.

Εκμεταλλευόμενος την ευαισθησία του Τσάρου για τους ομοθρήσκους του χριστιανούς του λέει τα εξής. «Το να ελπίζουμε δια διαπραγματεύσεων να ανάγουμε τους Τούρκους να συμπεριφερθούν προς τους χριστιανούς κατά τρόπον ανθρώπινο και λογικό, αυτό σημαίνει να περιφρονήσουμε την πείρα των αιώνων και να αγνοήσουμε και τη δική μας πείρα. Γι αυτό μόνο με τη δύναμη των όπλων μπορούμε, εφ’ όσον ακόμη είναι καιρός, να ειρηνεύσουμε την Ανατολή». Στην προσπάθειά του να διασκεδάσει τις επιφυλάξεις του Τσάρου, αναλύει περαιτέρω τις ενδεχόμενες συνέπειες της απραξίας της Ρωσίας στον αγώνα της ανεξαρτησίας της Ελλάδος, προσθέτοντας και τα εξής. «Παραδίδοντας τους χριστιανούς της Ανατολής στην αιμοβόρο μανία των Τούρκων, δεν υποβοηθούμε άραγε τα σχέδια των εν Ευρώπη επαναστατικών αυτουργών, αντί να τα ματαιώσουμε; Ο τουρκισμός είναι ένα παράδοξο μόρφωμα, ένας μοναδικός και κατασκευασμένος αναχρονισμός, που εκδηλώνεται κυρίως με απανωτές απόπειρες επέκτασης της επιρροής του και εκφράζεται με σφαγές στο όνομα της θρησκείας που έχει υιοθετήσει. Πολιτικού ή διπλωματικού τύπου συνεννόηση με την Τουρκία (και παλαιότερα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία) δύσκολα μπορεί να γίνει και, αν επιτευχθεί, τότε θα είναι βραχεία και θα καταλήξει αναπόφευκτα σε πόλεμο. Με την Τουρκία μόνο τα όπλα μπορεί να υπάρξει ειρηνική συνύπαρξη».

Διακόσια χρόνια από τότε που ο Ιωάννης Καποδίστριας διατύπωνε τα προφητικά αυτά λόγια προς τον Τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο τον Α και οι Φαρισαίοι της Δύσεως, περιφρονώντας επιδεικτικά τις προφητείες του Καποδίστρια, ότι «Με την Τουρκία μόνο με τα όπλα μπορούμε να επιβάλλουμε την ειρηνική συνύπαρξη», μας σπρώχνουν υποκριτικά σε διάλογο με την Τουρκία, εν γνώσει τους ότι κανένας διάλογος με την ασιατική χώρα δεν πρόκειται να τελεσφορήσει, αν δεν ικανοποιηθούν οι αρπακτικές διεκδικήσεις της, και με μοναδικό στόχο να αντιπαρέλθουν τις δικές τους υποχρεώσεις και ευθύνες να πιέσουν την Τουρκία – και έχουν τα μέσα - να συμμορφωθεί προς τη διεθνή νομιμότητα. Και το πλέον παράδοξο είναι το εξής. Το έθνος που αιματοκύλησε την Ευρώπη δύο φορές κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα και το οποίο θα έπρεπε να έχει συνεχώς το κεφάλι σκυμμένο από ντροπή, όχι μόνο παριστάνει τον ειρηνοποιό και τον επιδιαιτητή των διαφορών των ευρωπαϊκών κρατών, αλλά διευθύνει και τις τύχες τους.

Διερωτάται όμως κανείς. Τι είναι αυτό που ενώνει τους Γερμανούς με τους Τούρκους; Ποιοι είναι λόγοι που οι Τούρκοι είναι διαχρονικά σύμμαχοι με τους Γερμανούς και οι Γερμανοί είναι μονίμως οι συνήγοροι υπερασπίσεως σε κάθε διεθνή παρεκτροπή της Τουρκίας από το διεθνές δίκαιο; Είναι οι επενδύσεις δισεκατομμυρίων ευρώ των Γερμανών στην Τουρκία; Ασφαλώς όχι, διότι οι επενδύσεις είναι γεγονός των τελευταίων ετών, ενώ η συμμαχική τους συνεργασία τουλάχιστον αιωνόβιος. Αλλά τότε που εδράζεται αυτός ο ακατάλυτος δεσμός των δύο εθνών; Τι τελικά είν’ αυτό που δημιούργησε αυτή τη λατρεία, ώστε οι Γερμανοί να συνδράμουν τους Τούρκους στη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους, να ματαιώσουν το όραμα της Ελλάδος για εθνική ολοκλήρωση με τον καταστροφικό εκείνο πόλεμο του 1897, να πρωτοστατήσουν στη γενοκτονία των Αρμενίων το 1915 και να ανεχθούν τις φρικαλεότητες εναντίον των Ελλήνων στη Σμύρνη το 1922; Αναμφιβόλως εκείνο που συντηρεί αυτόν τον ακατάλυτο και διαχρονικό δεσμό μεταξύ Γερμανών και Τούρκων είναι τα κοινά χαρακτηριστικά του DNA τους, ήτοι η βαρβαρότητα, η αήθεια, η αναλγησία, ο εκτραχηλισμός, ο επαρχιωτισμός, η βαναυσότητα και η αναζήτηση ζωτικού χώρου, αρπάζοντας εδάφη ξένων κρατών. Όλα δηλαδή τα κοινά χαρακτηριστικά που κυλούν στο αίμα τους.

Αυτοί λοιπόν που αιματοκύλισαν τον κόσμο με τους δύο παγκοσμίους πολέμους τον 20ο αιώνα, αυτοί που κατέσφαζαν αμάχους στα Καλάβρυτα και ξεκοίλιαζαν έγκυες γυναίκες στο Δίστομο, εμφανίζονται σήμερα ως οι ειρηνοποιοί της Ευρώπης και μας σπρώχνουν σε διάλογο με τους ομαίμους τους Τούρκους, για τη διευθέτηση των μεταξύ μας διαφορών. Να συνεχίσουμε δηλαδή με τον 61ο γύρο του Μαραθωνίου των «διερευνητικών συνομιλιών», οι οποίες επί δέκα και πλέον χρόνια παρέμειναν σταθερά στο επίπεδο των «διερευνητικών» και ουδέποτε περιήλθαν στο στάδιο της ουσιαστικής εξέτασης των διαφορών, για τον απλούστατο λόγο ότι οι ατζέντες των διαφορών των δύο χωρών διαφέρουν διαμετρικά μεταξύ τους.

Εν πάση περιπτώσει η κλεψύδρα αδειάζει και αργά ή γρήγορα θα αρχίσουν οι νέες «διερευνητικές συνομιλίες», στις οποίες τη χώρα θα εκπροσωπήσει ο έμπειρος διπλωμάτης πρέσβυς κ. Αποστολίδης. Όμως πολύ φοβούμεθα ότι και αυτή τη φορά οι «διερευνητικές συνομιλίες» θα διακοπούν, χωρίς να μπουν στο κυρίως θέμα, δηλαδή στη συζήτηση των διαφορών. Διότι οι διαφορές με την Τουρκία είναι τόσο παλιές, που χάνονται στο χρόνο και τόσο πολλές, που χάνει κανείς το λογαριασμό, σε σημείο ο κατάλογος να διευρύνεται συνεχώς με καινούργιες.

Βέβαια, στις εγγενείς με την Τουρκία αντιξοότητες πρέπει να προσθέσουμε και την εξής, η οποία πρέπει να χρεωθεί στη δική μας πλευρά. Τις διαρκώς αυξανόμενες παράνομες διεκδικήσεις της Τουρκίας εμείς τις ερμηνεύουμε με επιδερμικότητα και παιδική αφέλεια, ότι δήθεν εξαγγέλλονται για «εσωτερική κατανάλωση» και τις αντιμετωπίζουμε με γνώμονα την απαρασάλευτη νομή της εξουσίας, και την προσφάτως επινοηθείσα τακτική της «Στρατηγικής Ψυχραιμίας», ήτοι της «όπισθεν ολοταχώς», μη μπούμε σε περιπέτειες. Οι εκάστοτε κυβερνήτες της χώρας μας αρκούνται στη φραστική καταδίκη ορισμένων συμμάχων μας στο ΝΑΤΟ, ή εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίοι τηρούν υποκριτικά την τακτική των ίσων αποστάσεων, και πιπιλίζουν συνεχώς την καραμέλα του Διεθνούς Δικαίου, αγνοώντας τη ρεαλιστική αρχή του Niccolo Machiavelli, ο οποίος προ 500 ετών έγραφε τα εξής. «Αν κάποιος έχει τη δύναμη να επιβάλλει το δίκαιο, τότε καλά κάνει και το προβάλλει. Εάν όμως δεν έχει ούτε Στρατό, ούτε Συμμάχους, αποτελεί παραφροσύνη να πιστεύει ότι μπορεί να επιτύχει το στόχο του χωρίς άλλο μέσο, παρά μόνο με μια δίκαιη υπόθεση ανά χείρας».

Όμως κάποια στιγμή η ελληνική διπλωματία πρέπει να σοβαρευθεί. Το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδος», το οποίο ακολουθεί πιστά, τα τελευταία χρόνια, ο Ερντογάν και δια του οποίου φιλοδοξεί να μεγαλώσει τη χώρα του εις βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου, και να επανακτήσει την αλήστου μνήμης Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού. Πρέπει επιτέλους με διακομματική και κοινωνική συναίνεση να εκπονηθεί ένα «Σχέδιο Εθνικής Στρατηγικής» με μόνιμο Υφυπουργό Εξωτερικών. Αποτελεί εθνική ανάγκη τα αντικείμενα της Εθνικής Αμύνης, της Εξωτερικής Πολιτικής και της Παιδείας να παύσουν να αποτελούν θέματα τριβής του «Κοινοβουλευτικού Παιγνίου».

Αν η πολιτική ηγεσία της χώρας πιστεύει πραγματικά στα λόγια του Καποδίστρια ότι «Με την Τουρκία μόνο με τα όπλα μπορεί να υπάρξει ειρηνική συνύπαρξη» και θέλει να αντιμετωπίσει σοβαρά την τουρκική επεκτατική πολιτική, πρέπει επειγόντως να προβεί στις ακόλουθες ενέργειες.

α. Άμεση και θεαματική αύξηση του προϋπολογισμού του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης, ώστε να εκσυγχρονισθούν οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας, οι οποίες έχουν παραμείνει στα προ 30ετίας επίπεδα εξοπλισμού και ανασύσταση της πολεμικής βιομηχανίας, η οποία είχε κυριολεκτικά εγκαταλειφθεί.

β. Διακοπή χορηγήσεως πολιτικού ασύλου, όσο συνεχίζονται οι τουρκικές προκλήσεις και η Άγκυρα δεν δέχεται τις επαναπροωθήσεις, ώστε να εκλείψει το κίνητρο της επιλογής της Ελλάδος, ως πύλης εισόδου των λαθρομεταναστών στην Ευρώπη.

γ. Σύναψη αμυντικής συμμαχίας με τις χώρες που αντιτίθενται στην προκλητική πολιτική της Τουρκίας, όπως η Γαλλία, η Αίγυπτος, το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

δ. Άμεση κατάθεση συντεταγμένων για τον ορισμό της ΑΟΖ με την Κύπρο, σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης του Montego Bay για το Δίκαιο της Θαλάσσης.

ε. Άμεση αναγνώριση του Στρατηγού Χαλίφα Χαφτάρ, ως κυβερνήτου της Λιβύης, αντί του τουρκόσπορου Σάρατζ, ο οποίος υπέγραψε το τουρκολιβυκό μνημόνιο.

στ. Επαναφορά του «Κοινού Αμυντικού Δόγματος» με την Κύπρο, η εγκατάλειψη του οποίου, σε συνδυασμό με το προδοτικό σύνθημα του Καραμανλή «Η Κύπρος είναι μακράν», μας απομάκρυνε και από την Κύπρο, αλλά και από την Ανατολική Μεσόγειο.

ζ. Αύξηση της στρατιωτικής θητείας στους 12, ή στους 15 μήνες αν αυτό απαιτείται και υποχρεωτική στράτευση στο 18ο έτος της ηλικίας, ώστε να εκλείψουν οι λιποταξίες, οι απαλλαγές και οι πάσης φύσεως διαρροές, οι οποίες περιορίζουν σχεδόν στο μισό τον αριθμό των στρατευσίμων κάθε ΕΣΣΟ.

Τελειώνοντας θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε πως η ακτιβιστική πολιτική της Τουρκίας, πέραν της διαχρονικής αρπακτικής της πρακτικής, συντηρείται και ενισχύεται τόσο από την προσωπική φιλική σχέση του Ερντογάν με τον ιδιότυπο, εκκεντρικό και απρόβλεπτο Αμερικανό Πρόεδρο Τράμπ και το φόβο των Αμερικανών να εγκαταλείψει η Τουρκία το Νατοϊκό μαντρί, όσο και από τη φυλετική συγγένειά της με το Γερμανικό έθνος. Και όσον αφορά στην αλλαγή πολιτικής της Γερμανίας, προσωπικά τουλάχιστον, ουδεμία ελπίδα τρέφουμε. Μια αχνή ακτίνα φωτός διαφαίνεται ίσως με την εκλογική ήττα του Τράμπ στις επερχόμενες αμερικανικές εκλογές του προσεχούς Νοεμβρίου, παρά το γεγονός ότι η εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών δεν αλλάζει εύκολα με την αλλαγή του Προέδρου, διότι σε άλλα κέντρα σχεδιάζεται και υπάρχουν κυλιόμενα προγράμματα.

Τελειώνοντας, προφανώς κανείς δε μπορεί να ισχυριστεί ότι τα πράγματα είναι εύκολα. Ευλόγως όμως μπορεί μετ’ επιτάσεως να υποστηρίξει, ότι η ηττοπαθής εξωτερική πολιτική η οποία εφαρμόζεται από όλα τα κόμματα μετά τη Μεταπολίτευση, έχει οικτρά αποτύχει. Και ναι μεν η πολιτική αυτή απέτρεψε τον πόλεμο. Από την άλλη μεριά όμως παρέδωσε στην Τουρκία τη μισή Κύπρο, επέτρεψε στους Τούρκους να αλωνίζουν καθημερινά πάνω από τα ελληνικά νησιά, παραβιάζοντας όχι μόνο τους διεθνώς ισχύοντες κανόνες ασφαλείας πτήσεως της Αεροπλοΐας, αλλά και αυτόν ακόμη τον θεωρητικά απαραβίαστον εθνικό εναέριο χώρο. Η ηττοπαθής αυτή πολιτική αποθράσυνε σε τέτοιο σημείο τους Ασιάτες γείτονες, ώστε να στέλνουν το ερευνητικό σκάφος Ορούτς Ρέις να εκτελεί έρευνες για εντοπισμό υδρογονανθράκων, εντός της ελληνικής ΑΟΖ, να επιχειρούν γεωτρήσεις εντός της Κυπριακής ΑΟΖ και εμείς να σφυρίζουμε αδιάφορα, σαν να μη συμβαίνει τίποτε, ή στη χειρότερη εκδοχή να βρισκόμαστε διαρκώς στη θέση του κλαψουρίζοντος διαμαρτυρομένου.

Κλείνοντας θεωρούμε ότι η χώρα έχει οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Αποτελεί όθεν εθνική ανάγκη ο επαναπροσδιορισμός της εξωτερικής μας πολιτικής. Μιας ξεκάθαρης και ευκρινούς πολιτικής, η οποία θα μπορεί να διασφαλίζει τα εθνικά συμφέροντα, την εθνική αξιοπρέπεια και την μακραίωνα και ένδοξη ιστορία της χώρας. Μιας πολιτικής που θα εκφράζει την εθνική μας ταυτότητα και τον πραγματικό, όχι τον υποκριτικό, ρητορικό, πατριωτισμό μας. Προϋπόθεση όμως της επιτυχούς ασκήσεως της πολιτικής αυτής είναι οι ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις, με όσες θυσίες κι αν αυτό συνεπάγεται, διότι ο τουρκικός κίνδυνος για τον ακρωτηριασμό της χώρας μας δεν είναι ούτε γρίπη, ούτε κορονοϊός είναι μόνιμη και διαχρονική απειλή.